Το πρόγραμμα δράσης του Ινστιτούτου διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα επικαιρότητα στην Κύπρο και διεθνώς, έχοντας ως γνώμονα το πώς το Ινστιτούτο μπορεί να συμβάλει μέσα από τις δράσεις και τις προτάσεις του στην παραγωγή πολιτικής, στα πεδία τουλάχιστον, στα οποία το Ινστιτούτο διαθέτει εμπειρογνωμοσύνη.
Οι προκλήσεις στο τομέα της ενέργειας και η πράσινη μετάβαση
Χωρίς αμφιβολία, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία συνεχίζει να αποτελεί μια κρίσιμη εξέλιξη που προκαλεί σημαντικές αναταράξεις σε παγκόσμιο επίπεδο, διαμορφώνοντας νέα δεδομένα, τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Μια από τις πλέον κρίσιμες επιπτώσεις του πολέμου είναι και οι αλλαγές που σηματοδοτεί στο τομέα της ενέργειας, οι οποίες συνδέονται άμεσα και με την προοπτική της πράσινης μετάβασης στην Ευρώπη. Αυτό αφορά, ασφαλώς, και την Κύπρο και ιδιαίτερα τη στρατηγική διαχείρισης του κυπριακού φυσικού αερίου.
Η δημόσια συζήτηση, δυστυχώς, γύρω από το ζήτημα της ενέργειας, είναι συνήθως αποσπασματική. Ακούγονται πολλές και διαφορετικές προτάσεις, κατά καιρούς, οι οποίες, μπορεί να είναι τεχνικά εφικτές αλλά μη οικονομικά συμφέρουσες. Ή κατατίθενται προτάσεις που μπορεί να είναι πολιτικά επιθυμητές αλλά με όρους αγοράς μη ρεαλιστικές. Την ίδια ώρα, σε ανάλογες αναλύσεις συχνά, απουσιάζει από την εξίσωση η κρίσιμη παράμετρος που αφορά στους νομικούς περιορισμούς που πηγάζουν ως αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της Κύπρου σε σχέση με την πράσινη μετάβαση. Απουσιάζει, κοντολογίς, μια σφαιρική συζήτηση, η οποία να λαμβάνει υπόψη όλες τις βασικές διαστάσεις του ζητήματος.
Για να συμβάλει σε αυτό τον προβληματισμό το Ινστιτούτο έχει προγραμματίσει μια σειρά δράσεων, που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιο της λειτουργίας του Παρατηρητηρίου Πράσινης Μετάβασης. Στις 21 του περασμένου Ιουλίου, το Ινστιτούτο διοργάνωσε Συνάντηση Πολιτικής (Policy Meeting) με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών, τεχνοκρατών και διαμορφωτών πολιτικής στο οποίο παρουσιάστηκαν εισηγήσεις και επιχειρήθηκε μια σφαιρική προσέγγιση του ζητήματος.
Παράλληλα, στις 28 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε Ανοικτή Συζήτηση με στόχο μια πρώτη αποτίμηση της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP27), με συμμετοχή τεχνοκρατών, ακαδημαϊκών και διαμορφωτών πολιτικής. Η Συζήτηση αυτή διοργανώθηκε από το Παρατηρητήριο Πράσινης Μετάβασης του Ινστιτούτου.
Το νέο περιβάλλον ασφάλειας και οι επιλογές της Κύπρου
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επαναφέρει ξανά το ζήτημα της ασφάλειας στο επίκεντρο της προσοχής στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Κράτη που παραδοσιακά διατηρούσαν μια πολιτική ουδετερότητας στα ζητήματα της άμυνας, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία σπεύδουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ ενώ η Γερμανία και μια σειρά άλλων κρατών αυξάνουν σημαντικά τους αμυντικούς τους προϋπολογισμούς.
Αν κάτι, όμως, θα πρέπει πρωτίστως να μας διδάξει η ουκρανική κρίση, είναι πως εκεί και όπου υπάρχουν ανοικτά εθνικά ζητήματα, εκεί που υπάρχουν ανοικτές πληγές, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποια στιγμή να κακοφορμίσουν. Ειδικότερα αν υπάρχουν ισχυροί γείτονες που μπορούν εύκολα να υποδαυλίσουν εντάσεις στο εσωτερικό μιας τρίτης χώρας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία απέδειξε, πως ακόμα και στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, ο σεβασμός της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας ενός κράτους και η μη χρήση βίας, δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα.
Για την Κύπρο, που από το 1974 υφίσταται τις συνέπειες της κατοχής μέρους του εδάφους της από την Τουρκία και που συνεχίζει να τελεί υπό απειλή από μια χώρα που δεν κρύβει, άλλωστε, την αναθεωρητική της πολιτική, τα γεγονότα στην Ουκρανία, θα πρέπει να ηχήσουν ως καμπανάκι συναγερμού. Χώρες που δεν συμμετέχουν σε συλλογικά σχήματα ασφάλειας παραμένουν εκτεθειμένες σε επιβουλές αναθεωρητικών κρατών, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μικρές χώρες, που δεν διαθέτουν από μόνες τους επαρκείς δυνατότητες αποτροπής.
Με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση - στο ορατό μέλλον τουλάχιστον - δεν διαθέτει τους μηχανισμούς προκειμένου να εγγυάται την ασφάλεια των κράτη μελών της, η μόνη εναλλακτική για την Κύπρο, θα ήταν η ένταξη στο ΝΑΤΟ. Άλλωστε, η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα οικοδομείται συμπληρωματικά με το ΝΑΤΟ ενώ 23 από τις 27 χώρες της Ε.Ε. θα είναι πλέον μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Δεν χωρά, συνεπώς οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Είτε συμμετέχεις στο ΝΑΤΟ ή απλώς δεν συμμετέχεις (ας σημειωθεί ότι από τις υπόλοιπες 4 μη νατοϊκές χώρες, η Κύπρος είναι η μόνη που δεν συμμετέχει σε κάποιο πρόγραμμα του ΝΑΤΟ).
Το πρόβλημα, βεβαίως, στην περίπτωση της Κύπρου είναι ότι η κύρια απειλή προέρχεται από την Τουρκία, μια χώρα δηλαδή που είναι μέλος του ΝΑΤΟ και η οποία είναι βέβαιο ότι θα μπλοκάρει μια ενδεχόμενη κυπριακή αίτηση για ένταξη. Παρά ταύτα, το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, διαμορφώνει νέα δεδομένα στην αρχιτεκτονική ασφάλειας σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν ένα χρόνο κανείς δεν προέβλεπε ότι Σουηδία και Φινλανδία θα έσπευδαν να υποβάλουν αίτηση για ένταξη. Σήμερα, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ στα επόμενα χρόνια. Και σε κάθε νέα διεύρυνση, βέτο δεν διαθέτει μόνο η Τουρκία αλλά και η Ελλάδα.
Η Λευκωσία, λοιπόν, σε απόλυτο συντονισμό με την Αθήνα, θα πρέπει να προσαρμόσει τη στρατηγική της έτσι ώστε να είναι έτοιμη να αξιοποιήσει ενδεχόμενα ανοίγματα, εάν και εφόσον αυτά προκύψουν. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να επιδιώξει την ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας με το ΝΑΤΟ, προχωρώντας με προσεκτικές κινήσεις στην προετοιμασία του εδάφους, κάνοντας όλα τα απαραίτητα βήματα, στην κατάλληλη στιγμή. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόσφατη άρση του αμερικανικού εμπάργκο στη πώληση αμυντικού υλικού προς την Κύπρο, είναι μια στρατηγική κίνηση με σημαντικές προεκτάσεις, τόσο σε επίπεδο πολιτικό, όσο και σε επίπεδο επιχειρησιακό-τεχνικό.
Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να μένει ουδέτερη «από επιλογή». Αυτό αποδείχθηκε ιστορικά ότι έχει σοβαρότατο κόστος. Αν η Τουρκία αποτρέπει την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ είναι κάτι διαφορετικό - κι’ αυτό θα πρέπει να μεταφράζεται σε κόστος για την Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση, ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι άμεσα συνυφασμένος με τις προσπάθειες για επίλυση του Κυπριακού. Η Κύπρος ήταν και παραμένει στη σφαίρα επιρροής του ΝΑΤΟ. Τόσο η κατοχική Τουρκία, όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο (μέσω των Βάσεων) αλλά και η Ελλάδα - και οι τρεις, δηλαδή, εγγυήτριες χώρες με βάση τη Συνθήκη του 1960 - είναι ΝΑΤΟ. Δεν είναι ρεαλιστικό, συνεπώς, να αναμένει κανείς πως θα βρεθεί λύση στο ζήτημα της ασφάλειας που να καταστρατηγεί τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ.
Ούτε και θα ήταν ρεαλιστικό να αναμένει κανείς πως η Τουρκία ή και οι Τουρκοκύπριοι θα μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν από τη θέση για συνέχιση των εγγυητικών δικαιωμάτων του 1960. Η πιο ρεαλιστική επιλογή στο ζήτημα αυτό θα ήταν να προταθεί η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ μετά τη λύση. Κάτι τέτοιο θα αφαιρούσε σίγουρα τα όποια προσχήματα από τουρκικής πλευράς και θα πρόσφερε, σε κάθε περίπτωση, μια αξιόπιστη λύση στο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
Με πραγματισμό και χωρίς ιστορικά ή ιδεολογικά στερεότυπα, θα πρέπει, λοιπόν, να αναστοχαστούμε γύρω από τη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλα τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα που προκύπτουν, τις ευκαιρίες που μπορεί να δημιουργούνται αλλά και τους περιορισμούς που υπάρχουν, έχοντας ως κύριο γνώμονα το πώς υπηρετείται καλύτερα η ασφάλεια της Κύπρου και, ασφαλώς, η προοπτική λύσης του Κυπριακού.
Το Ινστιτούτο έχει εγκαινιάσει ήδη μια σειρά Συναντήσεων Πολιτικής (Policy Meetings) γύρω από το ζήτημα της ασφάλειας. Στις 6 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε, με τη συμμετοχή ειδικών επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων από Κύπρο και Ελλάδα, μια πρώτη συζήτηση γύρω από τις επιλογές που έχει η Κύπρος, μέσα στο νέο διαμορφούμενο γεωπολιτικό περιβάλλον. Στη πρώτη αυτή συνάντηση παρευρέθηκε και ο πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος ανέλυσε τη δημόσια πρόταση που κατέθεσε πρόσφατα για ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ μετά τη λύση του Κυπριακού.
Το Ινστιτούτο προγραμματίζει ήδη μια νέα Συνάντηση Πολιτικής κατά την οποία θα εξεταστούν προκλήσεις άμυνας και ασφάλειας που προκύπτουν για μικρά κράτη όπως η Κύπρος, ιδιαίτερα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Οι Τουρκοκύπριοι και Εμείς: Αναζητώντας μια κοινή προοπτική ενάντια στη διχοτόμηση
Αν και η προσπάθεια μας στα διάφορα συνέδρια ή συναντήσεις πολιτικής που διοργανώνουμε είναι να εξειδικεύσουμε και να αναλύσουμε σε βάθος τα υπό αναφορά ζητήματα, δεν μας διαφεύγει το γεγονός ότι στην πράξη δεν μπορεί να ιδωθούν αποσπασματικά. Θα πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο μιας μεγάλης εθνικής στρατηγικής. Μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί, βεβαίως, να παραγνωρίζει τον παράγοντα Τουρκοκύπριοι. Παρά ταύτα, το πολιτικό σύστημα και συνεπακόλουθα και η κοινή γνώμη γενικότερα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, έχει στην ουσία υποτιμήσει τον παράγοντα αυτό. Ακόμα και όταν η Άγκυρα εντελώς απροκάλυπτα πλέον, επιχειρεί να ποδηγετήσει πλήρως τους Τουρκοκύπριους, επιβάλλοντας πολιτικές (όπως για παράδειγμα το οικονομικό πρωτόκολλο που υπογράφηκε πριν λίγους μήνες, βλ. σχετικό κείμενο ανάλυσης) που τείνουν να καταστήσουν αναπόδραστη την οριστική τουρκοποίηση του κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου, ελάχιστο είναι το ενδιαφέρον που επιδεικνύεται στο δημόσιο διάλογο.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα: Γιατί το ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα παρακολουθεί αδρανές και αμήχανο τα όσα καθοριστικά για το μέλλον της Κύπρου επισυμβαίνουν στα κατεχόμενα; Γιατί η ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη παραμένει βουβή και αδιάφορη απέναντι σε αυτές τις τόσο σημαντικές εξελίξεις;
Θέλοντας να συμβάλει στον ευρύτερο προβληματισμό γύρω από τους παράγοντες που έχουν ιστορικά προσδιορίσει τις αντιλήψεις των Ελληνοκυπρίων σε σχέση με τους Τουρκοκύπριους και πώς αυτές επηρεάζουν τον τρόπο που κατανοούμε τον ρόλο της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο Κυπριακό, το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας διοργάνωσε στις 20 Σεπτεμβρίου 2023 ένα μεγάλο επιστημονικό συνέδριο με γενικό τίτλο “Οι Τουρκοκύπριοι και Εμείς”.
Το Συνέδριο ανάλυσε σε βάθος το ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο αλλά και τον κίνδυνο αφομοίωσης που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Τουρκοκύπριοι από την Τουρκία. Υπό το πρίσμα αυτό, το Συνέδριο επιχείρησε να εξετάσει τις δυνατότητες που υπάρχουν από ελληνοκυπριακής πλευράς για τη διαμόρφωση μιας ενεργούς στρατηγικής που, από τη μια, θα λειτουργεί ανασχετικά στο σχεδιασμό της Άγκυρας και, από την άλλη, θα αναδεικνύει τα κοινά συμφέροντα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη καλλιέργεια θετικού κλίματος και στη δημιουργία δυναμικών προς την κατεύθυνση της λύσης του Κυπριακού.
Η κρίση της δημοκρατίας, η πρόκληση του αντισυστημισμού και η ανάγκη θεσμικών μεταρρυθμίσεων
Μια απλή αναζήτηση στη Google καταδεικνύει ότι δεκάδες βιβλία έχουν εκδοθεί και εκατοντάδες άρθρα έχουν δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια που εμπεριέχουν τις λέξεις «κρίση» και «δημοκρατία». Δεν είναι μόνο τα στοιχεία που καταδεικνύουν πως η δημοκρατία δείχνει να μην είναι τόσο ελκυστική πλέον σε χώρες που εξακολουθούν να λειτουργούν υπό αυταρχικά καθεστώτα. Η δημοκρατία σήμερα φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα και εκ των ένδον.
Έχει αποδειχθεί, ότι ακόμα και σε μια χώρα με μακρά και ισχυρή δημοκρατική παράδοση, όπως η ΗΠΑ, η δημοκρατία μπορεί να τεθεί υπό απειλή, αν βρεθούν στην εξουσία ηγέτες τύπου Τραμπ. Θα μπορούσε να λεχθεί, ότι η δημοκρατία μοιάζει σήμερα να είναι περισσότερο «ανελεύθερη» από ποτέ. Μπορεί, κατά βάση, να μην αμφισβητείται το αδιάβλητο της διαδικασίας των ελεύθερων εκλογών, όμως σε μια σειρά από χώρες, από τη Ρωσία του Πούτιν, μέχρι τη Βραζιλία του Μπολσονάρο και την Τουρκία του Ερντογάν, κρίσιμα συστατικά μιας υγιούς φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως ο σεβασμός στη διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία του τύπου ή η λειτουργία του κράτους δικαίου τυγχάνουν αμφισβήτησης.
Ακόμα όμως και σε χώρες, όπου αυτά δεν αμφισβητούνται, πλείστες δημοκρατίες αντιμετωπίζουν ένα ενδημικό πλέον πρόβλημα, που αφορά στην αποστασιοποίηση των πολιτών από τη δημοκρατική διαδικασία, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες αλλά και μέσα από τη μειωμένη εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς δημοκρατικής αντιπροσώπευσης, όπως καταγράφεται σε σειρά ερευνών. Το φαινόμενο αυτό έχει συντείνει στην άνοδο ακραίων πολιτικών σχηματισμών τα τελευταία χρόνια καθώς επίσης και στην ανάδειξη του «αντισυστημισμού» ως πολιτικό πρότυπο.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη δημοκρατία, ωστόσο, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, ούτε με αντισυστημικές πολιτικές, ούτε με εργαλειοποίηση της ανασφάλειας ή της συσσωρευμένης απογοήτευσης που αισθάνονται οι πολίτες, σε μια περίοδο συνεχών και μεγάλων κρίσεων. Όπως καταδεικνύει, η διεθνής εμπειρία, ανάλογες πολιτικές δεν επιλύουν το πρόβλημα, το επιτείνουν ακόμα περισσότερο. Πολιτικά κόμματα και πολιτικοί που κερδίζουν τη ψήφο των πολιτών με όπλο τον αντισυστημισμό, εργαλειοποιώντας την δομική κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η πολιτική, δεν είναι σε θέση να δώσουν λύση στο πρόβλημα, καθώς αποτελούν ακριβώς επιφαινόμενο του προβλήματος.
Οι λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν μέσα από την ανανέωση και εμβάθυνση της δημοκρατίας. Μέσα από τη δημιουργία προϋποθέσεων που θα ενισχύουν τη λογοδοσία και τη διαφάνεια, που θα αποτρέπουν φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής και θα επαναφέρουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή στη δημοκρατική διαδικασία. Σε αυτό το πλαίσιο, τα πολιτικά κόμματα καλούνται να διαδραματίσουν ένα εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο, εκσυγχρονίζοντας τις δομές τους, εμβαθύνοντας τη δημοκρατία στο εσωτερικό τους, προσδίδοντας στην πολιτική τον ηθικό και παιδευτικό της χαρακτήρα και καλλιεργώντας νέα πρότυπα πολιτικής ηγεσίας.
Την ίδια ώρα, όμως, θα πρέπει να ανοίξει και ένας ευρύς δημόσιος διάλογος για αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Η αρχιτεκτονική του Συντάγματος του 1960 ήταν βασισμένη σε μια λογική ότι η μια κοινότητα θα λειτουργούσε ως «αντίβαρο» και ως «εξισορρόπηση» έναντι της άλλης. Όσο προβληματική και να ήταν μια τέτοια ρύθμιση, γεγονός παραμένει ότι μετά τη αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τις κρατικές δομές, η δημοκρατία της Κύπρου απέμεινε ουσιαστικά χωρίς τους αναγκαίους θεσμικούς «ελέγχους και εξισορροπήσεις» (checks and balances).
Το Ινστιτούτο Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας καταθέτει στο πλαίσιο του αναγκαίου αυτού δημοσίου διαλόγου σειρά προτάσεων που έχουν εκπονηθεί από συνεργάτες του Ινστιτούτου και αφορούν μια σειρά από ζητήματα, όπως για παράδειγμα το σύστημα επιλογής ανεξάρτητων αρχών από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον ανέλεγκτο των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα, τις θητείες των διαφόρων ανεξάρτητων αξιωματούχων, τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος κ.α.
Για να συζητηθούν όλα αυτά τα ζητήματα, υπό το πρίσμα ακριβώς της ανάγκης θεσμικών μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος και τους θεσμούς, το Ινστιτούτο διοργάνωσε στις 13 Δεκεμβρίου 2022 Συνάντηση Πολιτικής με ακαδημαϊκούς και ειδικούς εμπειρογνώμονες.
Θέλοντας να δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε ότι αφορά στη δημιουργία προϋποθέσεων για αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς την πολιτική, μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις, το Ινστιτούτο προωθεί επίσης, στο πλαίσιο της λειτουργίας του Παρατηρητηρίου Δημοκρατίας, την καθιέρωση του «Δείκτη Θεσμικής Εμπιστοσύνης» για την Κύπρο.
Στο πλαίσιο αυτό προγραμματίζεται επίσης για τις 31 Ιανουαρίου 2024 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, μεγάλο επιστημονικό συνέδριο με γενικό τίτλο "Δημοκρατια σε κρίση;"