Οι πραγματικά μεγάλοι ηγέτες δεν είναι αυτοί που συναντούν στο διάβα τους μια σημαντική διχάλα στην εξέλιξη της ιστορίας. Είναι αυτοί που τη δημιουργούν.

Η εύγλωττη αυτή επισήμανση του Αμερικανού φιλόσοφου Sindey Hook, αποκρυσταλλώνει την κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στους ηγέτες που εκπροσωπούν απλώς υπαρκτές δυναμικές σε μια κοινωνία και σε αυτούς, τους λίγους μα διαλεκτούς ηγέτες, που συμβάλουν στο να γεννηθούν νέες δυναμικές.

Ένα τέτοιο ηγέτη, ένα ηγέτη που άλλαξε τον ρου της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας, έχω την εξαιρετική τιμή να μνημονεύω σήμερα – γι’ αυτό και επιτρέψτε μου ευθύς εξαρχής να εκφράσω τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες προς τους διοργανωτές.


Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας

Έντιμη κυρία Πρόεδρε της Βουλής

[Λοιπές Προσφωνήσεις]

Στο εμβληματικό του βιβλίο, με τίτλο «Ηγεσία», ένας εκ των επιφανέστερων στοχαστών του τομέα, ο James MacGrecor Burns, είχε εισαγάγει τον όρο «μετασχηματιστική ηγεσία» για να προσδιορίσει τους ηγέτες εκείνους που καταφέρνουν να φέρουν σε πέρας βαθιές και στοχευμένες πολιτικές αλλαγές, αφήνοντας έτσι το αποτύπωμά τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Ηγέτες, όπως ο Λίνκολν, ο Γκάντι, ο Μαντέλα. Ηγέτες που μπορούν να κάνουν πράξη μεγάλα οράματα, εμπνέοντας τους υποστηρικτές τους, στη βάση υψηλών πανανθρώπινων αξιών και έχοντας ως μοναδικό γνώμονα το κοινό καλό και το εθνικό συμφέρον.

Κοιτάζοντας, δυστυχώς, το τι συμβαίνει σήμερα στις δημοκρατίες του σύγχρονου κόσμου, το πρότυπο αυτό, σπανίζει ολοένα και περισσότερο. Κι’ όμως, όσο ποτέ άλλοτε, έχουμε ανάγκη στις μέρες μας από μετασχηματιστικούς ηγέτες.

Η απάντηση στις τεράστιες μεταβολές που συντελούνται σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό επίπεδο, παγκοσμίως, δεν βρίσκεται στον λαϊκίστικο εθνικισμό, δεν βρίσκεται στον τραμπισμό. Δεν βρίσκεται όμως ούτε σε μια προσέγγιση της πολιτικής ως business as usual. Η πολιτική δεν μπορεί να συνεχίσει να εκφυλίζεται ως μια διαχειριστική, συναλλακτική υπόθεση, χωρίς αξίες και με γνώμονα τα likes στα social media.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, επειγόντως αλλαγή παραδείγματος. Έχουμε ανάγκη σήμερα, ως κοινωνίες, από διαφορετικά πρότυπα. Πρότυπα ηγεσίας, όπως αυτό του Γλαύκου Κληρίδη.

Ενός εμβληματικού ιστορικού ηγέτη, που δικαιωματικά θα πρέπει να συγκαταλέγεται στη χορεία των μεγάλων μετασχηματιστικών ηγετών του κόσμου. Επιτρέψτε μου, κυρίες και κύριοι, σ’ αυτό ακριβώς το μετασχηματιστικό παράδειγμα ηγεσίας του Γλαύκου Κληρίδη να επικεντρώσω τον επιμνημόσυνο αυτό λόγο. Άλλωστε, για τα όσα πολλά και σημαντικά σημάδεψαν τη ζωή του μεγάλου αυτού ηγέτη έχουν λεχθεί πολλά, όλα τα προηγούμενα χρόνια, ιδιαίτερα απ’ όσους είχαν την τύχη να τον ζήσουν από κοντά. Και θα συνεχίσουν να λέγονται και γράφονται πολύ περισσότερα στα χρόνια που θα ΄ρθουν.

Εκείνο όμως που δεν πρέπει να ξεχνάμε, όλοι εμείς κυρίως, που ανήκουμε στην μεγάλη οικογένεια του Δημοκρατικού Συναγερμού, είναι πως αν κάτι οφείλουμε στον Γλαύκο Κληρίδη δεν είναι απλώς να τον μνημονεύουμε αλλά κυρίως να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να εγκύψουμε στο περιεχόμενο της πολιτικής του σκέψης και ιδιαιτέρως στο πώς πολιτεύτηκε, στο κληριδικό δηλαδή παράδειγμα – αυτό που έχω ορίσει ως μετασχηματιστικό παράδειγμα ηγεσίας.

Ξεκινώ, λοιπόν, από το πρώτο και θεμελιακό προαπαιτούμενο της μετασχηματιστικής ηγεσίας που είναι οι αξίες.

Είναι η πίστη σε υψηλές αξίες, κυρίες και κύριοι, που επιτρέ
πει στον μετασχηματιστικό ηγέτη να κινείται απέναντι στο λαϊκό ρεύμα, παραγνωρίζοντας το πολιτικό κόστος, για να προάγει τη μεγάλη φιλοδοξία της αλλαγής που επαγγέλλεται.

Η σχετική προτροπή προς τους πολιτικούς, όπως καταγράφεται στην ιστορική Διακήρυξη Αρχών του Δημοκρατικού Συναγερμού του 1976, δεν θα μπορούσε να ήταν περισσότερο δηλωτική:

«Τίποτε δεν υπάρχει ωραιότερο από το να αντιμετωπίζει κανείς την κοινή γνώμη, όταν πρόκειται ακριβώς να πατάξει τη δημαγωγία για να συμβουλεύσει τα όρια και όταν ακόμα πρόκειται να διακινδυνεύσει τη δημοτικότητά του για να υποστηρίξει το συμφέρον της πατρίδας».

Τους μετασχηματιστικούς ηγέτες, κυρίες και κύριοι, δεν τους ενδιαφέρει τι θα γράψουν οι εφημερίδες αλλά το τι θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος.

Οι μετασχηματιστικοί ηγέτες σκέφτονται με όρους εθνικού συμφέροντος – όχι με όρους προσωπικής δημοφιλίας. Έτσι πολιτευόταν ο Γλαύκος Κληρίδης και αυτό πιστοποιούν όλοι όσοι τον έζησαν από κοντά. Ενδεικτική είναι και η συχνή επίκληση στις ομιλίες του, της χαρακτηριστικής ρήσης του Κωστή Παλαμά: «κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί».

Αν όμως οι υψηλές αξίες είναι προαπαιτούμενο της μετασχηματιστικής ηγεσίας, το απόλυτο πραγματολογικό κριτήριο είναι τελικά το ίδιο το έργο του ηγέτη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορούμε βάσιμα να διατυπώσουμε τη θέση ότι ο Γλαύκος Κληρίδης είναι ο κατεξοχήν μετασχηματιστικός ηγέτης της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Κύπρου, γιατί, κατά τη διάρκεια της μακράς πολιτικής του διαδρομής, έφερε σε πέρας δύο μείζονες πολιτικούς μετασχηματισμούς, που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.

Ο πρώτος, έχει να κάνει με τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Κληρίδης ως ηγέτης της Δεξιάς. Ιδρύοντας τον Δημοκρατικό Συναγερμό, ο Κληρίδης οδήγησε σε ένα σταδιακό αλλά συντεταγμένο μετασχηματισμό μια ολόκληρη παράταξη, που έχοντας ως αφετηριακή βάση την εθνικόφρονα παράδοση, μετεξελίσσεται σε ένα σύγχρονο κεντροδεξιό κόμμα, με φιλελεύθερο, ευρωπαϊκό προσανατολισμό και με κύριο γνώμονα στο Κυπριακό, τον πολιτικό ρεαλισμό.

Ο πολιτικός ρεαλισμός καθίσταται συστατικό στοιχείο της ταυτότητας του Δημοκρατικού Συναγερμού. Σε ομιλία του στην κοινότητα της Επισκοπής, λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της ίδρυσης του νέου κόμματος, ο Κληρίδης έλεγε χαρακτηριστικά:

«Εάν ρεαλισμός σημαίνει υπεύθυνον πολιτικόν βίον, έντιμον ενημέρωση, ορθή καθοδήγηση του λαού, τότε αποδεχόμεθα τον τίτλο του ρεαλιστού και ευχαριστούμε. Είμεθα υπερήφανοι γιατί είμαστε ρεαλιστές».

Συμφιλιώνοντας την έννοια του έθνους και του κράτους, η διανοητική ηγεσία Κληρίδη καταφέρνει να διαμορφώσει τους όρους για ένα πολιτικό μετασχηματισμό σε επίπεδο ταυτότητας, που επέτρεπε στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, να αποδεχθούν την έννοια της συνύπαρξης και της συνεργασίας με τους Τουρκοκυπρίους, στο πλαίσιο μιας ομοσπονδίας, όπου η εθνική ταυτότητα και των δύο κοινοτήτων θα γινόταν σεβαστή.

Η αλήθεια είναι, πως μπορεί η ομοσπονδία να νομιμοποιήθηκε πολιτικά και εθνικά από τον Μακάριο, με τη Συμφωνία Κορυφής του 1977 - χωρίς τον Κληρίδη, όμως, η ελληνοκυπριακή πλευρά, πιθανότατα, δεν θα είχε φθάσει ποτέ εκεί.

Κατακρίβειαν, επιτρέψτε μου να πω, πως ούτε ο Δημοκρατικός Συναγερμός θα υπήρχε σήμερα, αν ο Κληρίδης προσαρμοζόταν τότε, βολικά, στην κυρίαρχη πολιτική γραμμή Μακαρίου, αντί να βάζει το πολιτικό του βάρος προς υποστήριξη της αντιδημοφιλούς ομοσπονδίας – από τον Νοέμβριο κιόλας του 1974 με ομιλία του στη Γκαλερί Αργώ.

Ο Κληρίδης ήταν τότε ο δεύτερος τη τάξει στη Δημοκρατία και η επιτυχής διαχείριση της διπλής κρίσης του 1974, του προσέδιδε ενισχυμένο κύρος στο εξωτερικό αλλά και αυξημένη λαϊκή αποδοχή. Όχι τυχαία, θεωρείτο ως ο φυσιολογικός διάδοχος του Μακαρίου. Ο Κληρίδης, συνεπώς, θα μπορούσε απλώς να αναμένει υπομονετικά το πλήρωμα του χρόνου.

Γι΄αυτό και η ρήξη με τον Μακάριο και η συνεπακόλουθη ίδρυση του Δημοκρατικού Συναγερμού, δεν μπορεί να αναλυθεί ορθολογικά, έξω από το πλαίσιο της ηθικής της ευθύνης του μετασχηματιστικού ηγέτη. Του ηγέτη που θέτει σε κίνδυνο τη δημοφιλία του - την ίδια τη θέση του ως ηγέτη - , για να προασπιστεί αυτό που θεωρεί ως υπέρτατο εθνικό συμφέρον.

Ο Δημοκρατικός Συναγερμός, με ηγέτη τον Γλαύκο Κληρίδη, μπορεί να παρέμεινε τελικά για 17 συναπτά έτη στην αντιπολίτευση. Το εγχείρημα, όμως, του μετασχηματισμού της Δεξιάς πέτυχε. Και όταν οι ιδέες του Συναγερμού άρχισαν να αποκτούν πλειοψηφική δυναμική στη κυπριακή κοινωνία, έρχεται η ώρα για το επόμενο μεγάλο βήμα.

Το 1993 ο Γλαύκος Κληρίδης αναδεικνύεται στην προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως ηγέτης της Κύπρου πια, θα πετύχει κατά τη διάρκεια της θητείας του, τον δεύτερο μείζονα πολιτικό μετασχηματισμό στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κύπρου. Κι’ αυτός δεν ήταν άλλος, από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε μεγάλη μερίδα του λαού έχει εμπεδωθεί η αντίληψη πως η ένταξη ήταν αποτέλεσμα του ελληνικού βέτο. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, πως αν και το ελληνικό βέτο ήταν πράγματι αναγκαία συνθήκη, δεν ήταν από μόνη της ικανή για να οδηγήσει στην τελική ένταξη.

Η ένταξη ήταν αποτέλεσμα της ιστορικής διχάλας που δημιούργησε η μετασχηματιστική πολιτική Κληρίδη, στο πλαίσιο μιας κοινής εθνικής στρατηγικής με την Αθήνα.

Η πολιτική των διασυνδέσεων και το βέτο υπήρξαν βασικός πυλώνας αυτής της υψηλής στρατηγικής Κύπρου και Ελλάδας, που είχε βεβαίως ως απώτερο στόχο τη λύση του εθνικού θέματος.

Κρίσιμος πυλώνας αυτής της στρατηγικής ήταν όμως και οι αριστοτεχνικοί χειρισμοί Κληρίδη στο Κυπριακό καθώς και η πολιτική του αξιοπιστία ως προς τη βούληση για λύση – κάτι που τον ανέδειξε και ως ένα statesman στα μάτια της διεθνούς κοινότητας.

Άλλος ένας σημαντικός πυλώνας ήταν το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα, το οποίο και διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση του διεθνούς και κυρίως του αμερικανικού παράγοντα.

Η κοινή στρατηγική Κύπρου και Ελλάδας, κατάφερε έτσι, αξιοποιώντας τις συγκυρίες εκείνης της εποχής και κινητοποιώντας όλες τις συνιστώσες ισχύος του Ελληνισμού, να δημιουργήσει ένα πλέγμα πιέσεων και κινήτρων προς την Τουρκία αλλά και την τουρκοκυπριακή κοινότητα, που λίγο πριν την απόφαση για ένταξη, είχαν αρχίσει να οδηγούν σε σημαντικές μεταβολές.

Προϊόν τη μετασχημαστικής αυτής στρατηγικής ήταν, για παράδειγμα, οι μαζικές διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων με σύνθημα «λύση και ένταξη», που οδηγήσαν εν τέλει στην πολιτική εκπαραθύρωση του Ραούφ Ντενκτάς.

Η υψηλή στρατηγική Κύπρου και Ελλάδας επηρέαζε, όμως, ή και αξιοποιούσε κατάλληλα, και τις εσωτερικές δυναμικές στην ίδια την Τουρκία – κυρίως μέσα από τη στρατηγική του Ελσίνκι, που πρέπει πρωτίστως να πιστωθεί στον Κώστα Σημίτη.

Σ’ όλη αυτή τη δεκαετή διαδρομή, ο Κληρίδης παραγνωρίζει και πάλι, το όποιο προσωπικό κόστος για να θωρακίσει την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου. Καταγγέλθηκε για «εκτροπή» στο Κυπριακό, για «τρίτο Αττίλα» σε σχέση με την αποδοχή των ΜΟΕ, για την πρόταση συμπερίληψης των Τουρκοκυπρίων στη διαπραγματευτική ομάδα και πολλά άλλα. Πίσω από το καθένα απ’ όλα αυτά τα ζητήματα, τα οποία με επιτυχία διαχειρίστηκε ο Κληρίδης, βρίσκονταν τα «κλειδιά» που άνοιγαν κάθε φορά το επόμενο βήμα, σε μια εξαιρετικά δύσβατη πορεία μέχρι την τελική ένταξη.

Απότοκο της μετασχηματιστικής αυτής στρατηγικής, ήταν και το παράθυρο που άνοιξε για λύση του Κυπριακού προς το τέλος της δεκαετούς προεδρίας Κληρίδη. Τα όσα επακολούθησαν, όταν ο Κληρίδης δεν βρισκόταν πια στην εξουσία μπορεί να θολώνουν συχνά το τοπίο. Όμως, μια νηφάλια πολιτική εκτίμηση, δεν μπορεί παρά να καταλήγει στο συμπέρασμα πως αν είχε λίγο ακόμα χρόνο ο Κληρίδης, θα είχε, πιθανότατα, καταφέρει να πετύχει ένα έντιμο συμβιβασμό, που θα άνοιγε το δρόμο και για τη λύση του εθνικού μας προβλήματος. Αυτός ήταν άλλωστε πάντα, ο απώτερος στρατηγικός του στόχος, το μεγάλο πολιτικό του όραμα.

Η διαφύλαξη της ολικής Κύπρου ως ενιαίου πολιτικού χώρου στον οποίο ζει και αναπτύσσεται ο Ελληνισμός, μαζί με τη σύνοικη κοινότητα των Τουρκοκυπρίων, αποτελούσε για τον Κληρίδη το μεγάλο ιστορικό διακύβευμα με το οποίο βρισκόταν αντιμέτωπη η ελληνοκυπριακή ηγεσία. Αυτό ακριβώς το ιστορικό διακύβευμα αποτύπωνε εύγλωττα και η χιλιοειπωμένη ρήση του Κληρίδη «την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω».

Αυτή η ρήση αντηχεί και σήμερα, κυρίες και κύριοι, ως ένα ύστατο κάλεσμα για τη σωτηρία της Κύπρου.

Η ένταξη στην Ε.Ε., το μεγάλο μετασχηματιστικό επίτευγμα του Κληρίδη έχει μεταβάλει την εξίσωση του Κυπριακού προς όφελος της ελληνοκυπριακής πλευράς. Χάρις στον Κληρίδη, οι πολιτικές ηγεσίες μετά απ’ αυτόν, διαχειρίστηκαν το Κυπριακό υπό πολύ πιο ευνοϊκούς όρους. Έχουν παρέλθει, ωστόσο, 20 χρόνια από την ένταξη και ο αναχρονισμός της βίαιης διαίρεσης της ευρωπαϊκής Κύπρου εξακολουθεί να υφίσταται.

Αν δεν υπάρξουν σύντομα εξελίξεις που να επαναφέρουν το Κυπριακό σε τροχιά λύσης, ο Κυπριακός Ελληνισμός κινδυνεύει να απωλέσει οριστικά ότι κατάφερε να διαφυλάξει, παρά τα δεινά και τις δοκιμασίες, για 3,000 χρόνια: την αδιάλειπτη ιστορική του παρουσία, τις ρίζες του, στο κατεχόμενο σήμερα βόρειο τμήμα της πατρίδας μας.

Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια, ούτε για χάσιμο χρόνου, ούτε για διόρθωση λαθών.

Μια υψηλή στρατηγική Κύπρου και Ελλάδας, αντίστοιχη της χρυσής δεκαετίας Κληρίδη, που να διαμορφώνει συνθήκες οι οποίες να οδηγούν σε μεταβολή θέσεων της άλλης πλευράς, αποτελεί σήμερα κρίσιμη προϋπόθεση επιτυχίας της όποιας προσπάθειας. Διαφορετικά τα πράγματα μπορεί να διολισθήσουν σε επικίνδυνες ατραπούς.

Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη, οριακή, καμπή στο Κυπριακό. Και ενώπιον του λαού θα πρέπει να τίθενται τα πραγματικά διλήμματα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να υπάρξει σύμπνοια ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις – όσες τουλάχιστον κατανοούν τι είναι αυτό που πραγματικά διακυβεύεται σήμερα. Κυρίως όμως χρειάζεται ηγεσία. Ηγεσία που θα σταθεί, όπως έλεγε ο Κληρίδης, απέναντι «στις πλάνες του πλήθους». «Έργο των πολιτικών πρέπει να είναι η αλήθεια, έστω και πικρή». (Ιδρυτική Διακήρυξη ΔΗΣΥ, 1976).

Για τον Κληρίδη, η ευθύνη έναντι της ιστορίας και η προσήλωση σε υψηλές αρχές προηγείται της όποιας προσωπικής φιλοδοξίας ή της απόκτησης θέσεων. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά, πως «αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν θα γίνει ο ΔΗΣΥ κόμμα εξουσίας, σημασία έχει να λυθεί το Κυπριακό».

Η λύση του Κυπριακού, κυρίες και κύριοι, αποτελεί το μεγάλο χρέος – πρέπει να αποτελεί το μεγάλο μας χρέος - απέναντι στον ιστορικό αυτό ηγέτη της Κύπρου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Δημοκρατικό Συναγερμό.

Γι’ αυτό και το καλύτερο μνημόσυνο για τον Γλαύκο Κληρίδη, δεν μπορεί να είναι άλλο, από την απαλλαγή από την τουρκική κατοχή και την επανένωση της πατρίδας μας σε συνθήκες ελευθερίας, ασφάλειας και ευημερίας για όλους τους νόμιμους κατοίκους της, εντός του πλαισίου πάντα της Ε.Ε., που η δική του μετασχηματιστική ηγεσία μας κληροδότησε.

Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να αποδώσουμε πραγματική τιμή στον Γλαύκο Κληρίδη, για όσα έπραξε, για όσα μας κληροδότησε, για όσα μας δίδαξε.

Γιατί «σ’ ανθρώπους που στάθηκαν γενναίοι με έργα, όπως μας συμβουλεύει ο μεγάλος Περικλής, με έργα θα πρέπει να αποδίδονται και οι τιμές».