Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 80-95% σε σχέση με τα ποσοστά του 1990 έως το 2050. Τίθεται δε, μία νέα κατεύθυνση όσον αφορά τις φιλοδοξίες της περί της απαλλαγής από τις εκπομπές άνθρακα, προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή περισσότερων εγγυήσεων και μεγαλύτερης βεβαιότητας για τους επενδυτές, τις κυβερνήσεις και τους πολίτες. Στο επίκεντρο πάντως βρίσκεται η προσπάθεια επίτευξης μιας ανταγωνιστικής οικονομίας χαμηλών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, με παράλληλη διασφάλιση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού. Η απαλλαγή όμως από τις εκπομπές άνθρακα είναι εφικτή. Συνεπώς, απαιτείται πλήρης εφαρμογή της υπάρχουσας ενεργειακής στρατηγικής του 2020, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενεργειακή απόδοση ειδικά σε νέα και παλαιά κτίρια, μεταφορές, προϊόντα και συσκευές. Μέσω δε των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μπορεί να διασφαλιστεί ποσοστό της τάξεως του 30% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας στην ΕΕ έως το 2030. Επίσης, είναι απαραίτητες υψηλότερες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις και τεχνολογική καινοτομία για να καταστεί η ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα εμπορικά βιώσιμη. Ακόμα, η αντικατάσταση του άνθρακα και του πετρελαίου με φυσικό αέριο μπορεί να μειώσει τις εκπομπές με τις ήδη υπάρχουσες τεχνολογίες τουλάχιστον έως το 2030 ή ακόμη και το 2035, ενώ οι τιμές της ενέργειας πρέπει να αντικατοπτρίζουν το πραγματικό κόστος, ειδικά όταν λαμβάνουν χώρα/πραγματοποιούνται νέες επενδύσεις. Κλείνοντας, κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση νέων ενεργειακών υποδομών και εγκαταστάσεων αποθήκευσης εντός της ΕΕ και σε γειτονικές χώρες, ενώ η ΕΕ είναι απαραίτητο να υιοθετήσει μια ευρύτερη και πιο συντονισμένη προσέγγιση όσον αφορά τις διεθνείς ενεργειακές σχέσεις και τις ενέργειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.